λαοδικινή

λαοδικινή
λαοδικινή, ἡ (Μ)
το τειχίο που χωρίζει την πλώρη και την πρύμνη από το μεσαίο τμήμα τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού εθνικού ον. λαοδικινός < Λαοδίκεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”